- περιβολαρήσιος
- και περβολαρήσιος και περηβολήσιος, -ια, -ιο, Νπεριβολάρικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < περιβολάρης / περιβόλι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. σπιτ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περβολαρήσιος — α, ο βλ. περιβολαρήσιος … Dictionary of Greek
περιβολήσιος — ια, ιο, Ν βλ. περιβολαρήσιος … Dictionary of Greek